εναντιόμορφος

εναντιόμορφος
ος , ον энантиоморфный, парный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εναντιόμορφος" в других словарях:

  • εναντιόμορφος — η, ο αυτός που είναι ομοιόμορφος με άλλον αλλά προς την αντίθετη πλευρά και με αντίθετη διάταξη («το δεξί και το αριστερό χέρι ή πόδι, μάτι, αφτί κ.λπ. είναι εναντιόμορφα»). επίρρ... εναντιομόρφως κατά τρόπο εναντιόμορφο …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»